αμαρτήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααμαρτήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμαρτάνω
- θα αμαρτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμαρτάνω
- να αμαρτήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμαρτάνω