αλφαδιάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλφαδιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλφαδιάζω
- θα αλφαδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλφαδιάζω
- να αλφαδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλφαδιάζω