Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αλυσώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσώνω
  2. θα αλυσώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσώνω