αλυσώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλυσώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλυσώνω
- θα αλυσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσώνω
- να αλυσώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσώνω