Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλυσώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλυσώνω
  2. θα αλυσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσώνω
  3. να αλυσώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσώνω