Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλμυρίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλμυρίζω
  2. θα αλμυρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλμυρίζω