Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλλοιώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοιώνω
  2. θα αλλοιώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοιώνω