Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλλοιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλλοιώνω
  2. θα αλλοιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοιώνω
  3. να αλλοιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοιώνω