αλληλομαχαιρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλομαχαιρώνομαι < αλληλο- + μαχαιρώνομαι
Ρήμα
επεξεργασίααλληλομαχαιρώνομαι
- (αλληλοπαθητικό) μαχαιρώνω κάποιον και με μαχαιρώνει κι αυτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλομαχαιρώνομαι | αλληλομαχαιρωνόμουν(α) | θα αλληλομαχαιρώνομαι | να αλληλομαχαιρώνομαι | ||
β' ενικ. | αλληλομαχαιρώνεσαι | αλληλομαχαιρωνόσουν(α) | θα αλληλομαχαιρώνεσαι | να αλληλομαχαιρώνεσαι | (αλληλομαχαιρώνου) | |
γ' ενικ. | αλληλομαχαιρώνεται | αλληλομαχαιρωνόταν(ε) | θα αλληλομαχαιρώνεται | να αλληλομαχαιρώνεται | ||
α' πληθ. | αλληλομαχαιρωνόμαστε | αλληλομαχαιρωνόμαστε αλληλομαχαιρωνόμασταν |
θα αλληλομαχαιρωνόμαστε | να αλληλομαχαιρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αλληλομαχαιρώνεστε | αλληλομαχαιρωνόσαστε αλληλομαχαιρωνόσασταν |
θα αλληλομαχαιρώνεστε | να αλληλομαχαιρώνεστε | (αλληλομαχαιρώνεστε) | |
γ' πληθ. | αλληλομαχαιρώνονται | αλληλομαχαιρώνονταν αλληλομαχαιρωνόντουσαν |
θα αλληλομαχαιρώνονται | να αλληλομαχαιρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλομαχαιρώθηκα | θα αλληλομαχαιρωθώ | να αλληλομαχαιρωθώ | αλληλομαχαιρωθεί | ||
β' ενικ. | αλληλομαχαιρώθηκες | θα αλληλομαχαιρωθείς | να αλληλομαχαιρωθείς | αλληλομαχαιρώσου | ||
γ' ενικ. | αλληλομαχαιρώθηκε | θα αλληλομαχαιρωθεί | να αλληλομαχαιρωθεί | |||
α' πληθ. | αλληλομαχαιρωθήκαμε | θα αλληλομαχαιρωθούμε | να αλληλομαχαιρωθούμε | |||
β' πληθ. | αλληλομαχαιρωθήκατε | θα αλληλομαχαιρωθείτε | να αλληλομαχαιρωθείτε | αλληλομαχαιρωθείτε | ||
γ' πληθ. | αλληλομαχαιρώθηκαν αλληλομαχαιρωθήκαν(ε) |
θα αλληλομαχαιρωθούν(ε) | να αλληλομαχαιρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλληλομαχαιρωθεί | είχα αλληλομαχαιρωθεί | θα έχω αλληλομαχαιρωθεί | να έχω αλληλομαχαιρωθεί | αλληλομαχαιρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλληλομαχαιρωθεί | είχες αλληλομαχαιρωθεί | θα έχεις αλληλομαχαιρωθεί | να έχεις αλληλομαχαιρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλομαχαιρωθεί | είχε αλληλομαχαιρωθεί | θα έχει αλληλομαχαιρωθεί | να έχει αλληλομαχαιρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλομαχαιρωθεί | είχαμε αλληλομαχαιρωθεί | θα έχουμε αλληλομαχαιρωθεί | να έχουμε αλληλομαχαιρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλομαχαιρωθεί | είχατε αλληλομαχαιρωθεί | θα έχετε αλληλομαχαιρωθεί | να έχετε αλληλομαχαιρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλομαχαιρωθεί | είχαν αλληλομαχαιρωθεί | θα έχουν αλληλομαχαιρωθεί | να έχουν αλληλομαχαιρωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλομαχαιρώνομαι
|