αλληλοδιαπλέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοδιαπλέκομαι < αλληλο- + διαπλέκομαι
Ρήμα
επεξεργασίααλληλοδιαπλέκομαι
- (αλληλοπαθητικό) για κάποιους που διαπλέκεται ο ένας με τον άλλον
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλοδιαπλέκομαι | αλληλοδιαπλεκόμουν(α) | θα αλληλοδιαπλέκομαι | να αλληλοδιαπλέκομαι | αλληλοδιαπλεκόμενος | |
β' ενικ. | αλληλοδιαπλέκεσαι | αλληλοδιαπλεκόσουν(α) | θα αλληλοδιαπλέκεσαι | να αλληλοδιαπλέκεσαι | (αλληλοδιαπλέκου) | |
γ' ενικ. | αλληλοδιαπλέκεται | αλληλοδιαπλεκόταν(ε) | θα αλληλοδιαπλέκεται | να αλληλοδιαπλέκεται | ||
α' πληθ. | αλληλοδιαπλεκόμαστε | αλληλοδιαπλεκόμαστε αλληλοδιαπλεκόμασταν |
θα αλληλοδιαπλεκόμαστε | να αλληλοδιαπλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | αλληλοδιαπλέκεστε | αλληλοδιαπλεκόσαστε αλληλοδιαπλεκόσασταν |
θα αλληλοδιαπλέκεστε | να αλληλοδιαπλέκεστε | (αλληλοδιαπλέκεστε) | |
γ' πληθ. | αλληλοδιαπλέκονται | αλληλοδιαπλέκονταν αλληλοδιαπλεκόντουσαν |
θα αλληλοδιαπλέκονται | να αλληλοδιαπλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλοδιαπλέχτηκα | θα αλληλοδιαπλεχτώ | να αλληλοδιαπλεχτώ | αλληλοδιαπλεχτεί | ||
β' ενικ. | αλληλοδιαπλέχτηκες | θα αλληλοδιαπλεχτείς | να αλληλοδιαπλεχτείς | αλληλοδιαπλέξου | ||
γ' ενικ. | αλληλοδιαπλέχτηκε | θα αλληλοδιαπλεχτεί | να αλληλοδιαπλεχτεί | |||
α' πληθ. | αλληλοδιαπλεχτήκαμε | θα αλληλοδιαπλεχτούμε | να αλληλοδιαπλεχτούμε | |||
β' πληθ. | αλληλοδιαπλεχτήκατε | θα αλληλοδιαπλεχτείτε | να αλληλοδιαπλεχτείτε | αλληλοδιαπλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | αλληλοδιαπλέχτηκαν αλληλοδιαπλεχτήκαν(ε) |
θα αλληλοδιαπλεχτούν(ε) | να αλληλοδιαπλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλληλοδιαπλεχτεί | είχα αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχω αλληλοδιαπλεχτεί | να έχω αλληλοδιαπλεχτεί | αλληλοδιαπλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλληλοδιαπλεχτεί | είχες αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχεις αλληλοδιαπλεχτεί | να έχεις αλληλοδιαπλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλοδιαπλεχτεί | είχε αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχει αλληλοδιαπλεχτεί | να έχει αλληλοδιαπλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλοδιαπλεχτεί | είχαμε αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχουμε αλληλοδιαπλεχτεί | να έχουμε αλληλοδιαπλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλοδιαπλεχτεί | είχατε αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχετε αλληλοδιαπλεχτεί | να έχετε αλληλοδιαπλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλοδιαπλεχτεί | είχαν αλληλοδιαπλεχτεί | θα έχουν αλληλοδιαπλεχτεί | να έχουν αλληλοδιαπλεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοδιαπλέκομαι
|