Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλαξοδρομώ < αλλάζω (από τον αόριστο άλλαξα) + δρόμος

  Ρήμα επεξεργασία

αλλαξοδρομώ

  • αλλάζω δρόμο, συνήθως για να αποφύγω μια δυσάρεστη συνάντηση

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία