Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλησμονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλησμονώ
  2. θα αλησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλησμονώ
  3. να αλησμονήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλησμονώ