Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρίτικος < αλεύρ(ι) + -ίτικος

  Επίθετο επεξεργασία

αλευρίτικος, -η, -ο (ιδιωματικό της Χίου) [1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. pdf repository.acadmyofathens στην Ακαδημία Αθηνών