Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αλαφρώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαφρώνω
  2. θα αλαφρώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαφρώνω