αλαφρώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααλαφρώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαφρώνω
- θα αλαφρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαφρώνω
αλαφρώσουν