Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλατίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλατίζω
  2. θα αλατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλατίζω
  3. να αλατίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλατίζω