Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλαργέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλαργεύω
  2. θα αλαργέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαργεύω
  3. να αλαργέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαργεύω