αλαλάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλαλάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλαλάζω
- θα αλαλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαλάζω
- να αλαλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαλάζω