ακτινογραφήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακτινογραφήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ
- θα ακτινογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινογραφώ
- να ακτινογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ