Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακτινογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ
  2. θα ακτινογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινογραφώ
  3. να ακτινογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ