Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ακριβύνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακριβαίνω
  2. θα ακριβύνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακριβαίνω