ακριβύνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακριβύνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακριβαίνω
- θα ακριβύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακριβαίνω
- να ακριβύνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακριβαίνω