Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακριβολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακριβολογώ
  2. θα ακριβολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακριβολογώ
  3. να ακριβολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακριβολογώ