Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακούσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακούω
  2. θα ακούσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακούω
  3. να ακούσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακούω