Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακουμπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακουμπώ
  2. θα ακουμπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακουμπώ
  3. να ακουμπήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακουμπώ