ακουμπήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακουμπήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακουμπώ
- θα ακουμπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακουμπώ
- να ακουμπήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακουμπώ