ακοντίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακοντίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακοντίζω
- θα ακοντίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακοντίζω
ακοντίσουν