ακολουθούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ακολουθούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ακολουθώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακολουθούμαι | ακολουθούμουν | θα ακολουθούμαι | να ακολουθούμαι | ||
β' ενικ. | ακολουθείσαι | ακολουθούσουν | θα ακολουθείσαι | να ακολουθείσαι | ||
γ' ενικ. | ακολουθείται | ακολουθούνταν | θα ακολουθείται | να ακολουθείται | ||
α' πληθ. | ακολουθούμαστε | ακολουθούμασταν ακολουθούμαστε |
θα ακολουθούμαστε | να ακολουθούμαστε | ||
β' πληθ. | ακολουθείστε | ακολουθούσασταν ακολουθούσαστε |
θα ακολουθείστε | να ακολουθείστε | ακολουθείστε | |
γ' πληθ. | ακολουθούνται | ακολουθούνταν | θα ακολουθούνται | να ακολουθούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακολουθήθηκα | θα ακολουθηθώ | να ακολουθηθώ | ακολουθηθεί | ||
β' ενικ. | ακολουθήθηκες | θα ακολουθηθείς | να ακολουθηθείς | ακολουθήσου | ||
γ' ενικ. | ακολουθήθηκε | θα ακολουθηθεί | να ακολουθηθεί | |||
α' πληθ. | ακολουθηθήκαμε | θα ακολουθηθούμε | να ακολουθηθούμε | |||
β' πληθ. | ακολουθηθήκατε | θα ακολουθηθείτε | να ακολουθηθείτε | ακολουθηθείτε | ||
γ' πληθ. | ακολουθήθηκαν ακολουθηθήκαν(ε) |
θα ακολουθηθούν(ε) | να ακολουθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακολουθηθεί | είχα ακολουθηθεί | θα έχω ακολουθηθεί | να έχω ακολουθηθεί | ακολουθημένος | |
β' ενικ. | έχεις ακολουθηθεί | είχες ακολουθηθεί | θα έχεις ακολουθηθεί | να έχεις ακολουθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακολουθηθεί | είχε ακολουθηθεί | θα έχει ακολουθηθεί | να έχει ακολουθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακολουθούμαι
|