ακινητοποιήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακινητοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακινητοποιώ
- θα ακινητοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακινητοποιώ
- να ακινητοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακινητοποιώ