ακεραιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακεραιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαακεραιώνω
- ολοκληρώνω κάτι, το κάνω να είναι πλήρες
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακεραιώνω | ακεραίωνα | θα ακεραιώνω | να ακεραιώνω | ακεραιώνοντας | |
β' ενικ. | ακεραιώνεις | ακεραίωνες | θα ακεραιώνεις | να ακεραιώνεις | ακεραίωνε | |
γ' ενικ. | ακεραιώνει | ακεραίωνε | θα ακεραιώνει | να ακεραιώνει | ||
α' πληθ. | ακεραιώνουμε | ακεραιώναμε | θα ακεραιώνουμε | να ακεραιώνουμε | ||
β' πληθ. | ακεραιώνετε | ακεραιώνατε | θα ακεραιώνετε | να ακεραιώνετε | ακεραιώνετε | |
γ' πληθ. | ακεραιώνουν(ε) | ακεραίωναν ακεραιώναν(ε) |
θα ακεραιώνουν(ε) | να ακεραιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακεραίωσα | θα ακεραιώσω | να ακεραιώσω | ακεραιώσει | ||
β' ενικ. | ακεραίωσες | θα ακεραιώσεις | να ακεραιώσεις | ακεραίωσε | ||
γ' ενικ. | ακεραίωσε | θα ακεραιώσει | να ακεραιώσει | |||
α' πληθ. | ακεραιώσαμε | θα ακεραιώσουμε | να ακεραιώσουμε | |||
β' πληθ. | ακεραιώσατε | θα ακεραιώσετε | να ακεραιώσετε | ακεραιώστε | ||
γ' πληθ. | ακεραίωσαν ακεραιώσαν(ε) |
θα ακεραιώσουν(ε) | να ακεραιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακεραιώσει | είχα ακεραιώσει | θα έχω ακεραιώσει | να έχω ακεραιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακεραιώσει | είχες ακεραιώσει | θα έχεις ακεραιώσει | να έχεις ακεραιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακεραιώσει | είχε ακεραιώσει | θα έχει ακεραιώσει | να έχει ακεραιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακεραιώσει | είχαμε ακεραιώσει | θα έχουμε ακεραιώσει | να έχουμε ακεραιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακεραιώσει | είχατε ακεραιώσει | θα έχετε ακεραιώσει | να έχετε ακεραιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακεραιώσει | είχαν ακεραιώσει | θα έχουν ακεραιώσει | να έχουν ακεραιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακεραιώνω
|