ακαρτερώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαρτερώ < καρτερώ
Ρήμα
επεξεργασίαακαρτερώ
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καρτερώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακαρτερώ | ακαρτερούσα | θα ακαρτερώ | να ακαρτερώ | ακαρτερώντας | |
β' ενικ. | ακαρτερείς | ακαρτερούσες | θα ακαρτερείς | να ακαρτερείς | (ακαρτέρει) | |
γ' ενικ. | ακαρτερεί | ακαρτερούσε | θα ακαρτερεί | να ακαρτερεί | ||
α' πληθ. | ακαρτερούμε | ακαρτερούσαμε | θα ακαρτερούμε | να ακαρτερούμε | ||
β' πληθ. | ακαρτερείτε | ακαρτερούσατε | θα ακαρτερείτε | να ακαρτερείτε | ακαρτερείτε | |
γ' πληθ. | ακαρτερούν(ε) | ακαρτερούσαν(ε) | θα ακαρτερούν(ε) | να ακαρτερούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακαρτέρησα | θα ακαρτερήσω | να ακαρτερήσω | ακαρτερήσει | ||
β' ενικ. | ακαρτέρησες | θα ακαρτερήσεις | να ακαρτερήσεις | ακαρτέρησε | ||
γ' ενικ. | ακαρτέρησε | θα ακαρτερήσει | να ακαρτερήσει | |||
α' πληθ. | ακαρτερήσαμε | θα ακαρτερήσουμε | να ακαρτερήσουμε | |||
β' πληθ. | ακαρτερήσατε | θα ακαρτερήσετε | να ακαρτερήσετε | ακαρτερήστε | ||
γ' πληθ. | ακαρτέρησαν ακαρτερήσαν(ε) |
θα ακαρτερήσουν(ε) | να ακαρτερήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακαρτερήσει | είχα ακαρτερήσει | θα έχω ακαρτερήσει | να έχω ακαρτερήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακαρτερήσει | είχες ακαρτερήσει | θα έχεις ακαρτερήσει | να έχεις ακαρτερήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακαρτερήσει | είχε ακαρτερήσει | θα έχει ακαρτερήσει | να έχει ακαρτερήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακαρτερήσει | είχαμε ακαρτερήσει | θα έχουμε ακαρτερήσει | να έχουμε ακαρτερήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακαρτερήσει | είχατε ακαρτερήσει | θα έχετε ακαρτερήσει | να έχετε ακαρτερήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακαρτερήσει | είχαν ακαρτερήσει | θα έχουν ακαρτερήσει | να έχουν ακαρτερήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαρτερώ
|