Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αιωρηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιωρούμαι
  2. θα αιωρηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιωρούμαι