Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιωρηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιωρούμαι
  2. θα αιωρηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιωρούμαι
  3. να αιωρηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιωρούμαι