αιωρηθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αιωρηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιωρούμαι
- θα αιωρηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιωρούμαι
- να αιωρηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιωρούμαι