αιχμαλωτίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αιχμαλωτίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
- θα αιχμαλωτίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω