Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αιφνιδιαστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζομαι
  2. θα αιφνιδιαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζομαι