αιφνιδιαστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααιφνιδιαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζομαι
- θα αιφνιδιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζομαι
αιφνιδιαστείς