Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιφνιδιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζω
  2. θα αιφνιδιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζω