Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιφνιδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζω
  2. θα αιφνιδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζω
  3. να αιφνιδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζω