Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιτιολογήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιτιολογώ
  2. θα αιτιολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιτιολογώ