αισχροκερδήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααισχροκερδήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αισχροκερδώ
- θα αισχροκερδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αισχροκερδώ
- να αισχροκερδήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αισχροκερδώ