Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αισθητοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αισθητοποιώ
  2. θα αισθητοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αισθητοποιώ
  3. να αισθητοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αισθητοποιώ