Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιμορραγήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιμορραγώ
  2. θα αιμορραγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιμορραγώ
  3. να αιμορραγήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιμορραγώ