Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αθληθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αθλούμαι
  2. θα αθληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθλούμαι
  3. να αθληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθλούμαι