αηδιάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααηδιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αηδιάζω
- θα αηδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αηδιάζω
- να αηδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αηδιάζω