πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροβάμων
& αεροβάμονας
η αεροβάμων το αεροβάμον
      γενική του αεροβάμονος
& αεροβάμονα
της αεροβάμονος του αεροβάμονος
    αιτιατική τον αεροβάμονα την αεροβάμονα το αεροβάμον
     κλητική αεροβάμων
& αεροβάμονα
αεροβάμων αεροβάμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροβάμονες οι αεροβάμονες τα αεροβάμονα
      γενική των αεροβαμόνων των αεροβαμόνων των αεροβαμόνων
    αιτιατική τους αεροβάμονες τις αεροβάμονες τα αεροβάμονα
     κλητική αεροβάμονες αεροβάμονες αεροβάμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αεροβάμων, -ων, -ον

Μεταφράσεις

επεξεργασία