Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αεριστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αερίζομαι
  2. θα αεριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αερίζομαι
  3. να αεριστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αερίζομαι