Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αερίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αερίζω
  2. θα αερίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αερίζω