Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αείποτε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αείποτε
<
αεί
+
ποτέ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈi.po.te
/
Επίρρημα
επεξεργασία
αείποτε
(
χρονικό
)
πάντοτε
,
πάντα
ανέκαθεν
, από παλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αείποτε