Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αδρανήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδρανώ
  2. θα αδρανήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδρανώ