Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδουλαίος < από τα όρη Άντουλα (Adula) της περιοχής του Τιτσίνο της Ελβετίας, όπου και πρωτοβρέθηκε.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδουλαίος αρσενικό

  • ορυκτό της ομάδας των αλκαλιούχων αστρίων, παραλλαγή του ορθοκλάστου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία