Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αδιαφορήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αδιαφορώ
  2. θα αδιαφορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδιαφορώ
  3. να αδιαφορήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδιαφορώ