αδιαθετήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααδιαθετήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδιαθετώ
- θα αδιαθετήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδιαθετώ
αδιαθετήσετε