Δείτε επίσης: ἀγυρτεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγυρτεύω < ελληνιστική κοινή ἀγυρτεύω < ἀγύρτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʝiɾˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γυρ‐τεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αγυρτεύω

  • ζω σαν αγύρτης, ζητιανεύω
    ※  Ο Ντόναλντ Τραμπ πάντως σίγουρα αγυρτεύει, δεν κάθεται φρόνιμος δεκαετίες τώρα. Γιος διακεκριμένου κτηματομεσίτη, ανέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 περί τα 200 εκατομμύρια δολάρια περιουσία, αστρονομικό μέγεθος για τα νομισματικά δεδομένα της εποχής.
    Δημήτρης Π. Κυριακαράκος, "Τραμπ" σημαίνει αγύρτης, Αυγή, 22 Μαρτίου 2016

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία