αγυρτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγυρτεύω < ελληνιστική κοινή ἀγυρτεύω < ἀγύρτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝiɾˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γυρ‐τεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααγυρτεύω
- ζω σαν αγύρτης, ζητιανεύω
- ※ Ο Ντόναλντ Τραμπ πάντως σίγουρα αγυρτεύει, δεν κάθεται φρόνιμος δεκαετίες τώρα. Γιος διακεκριμένου κτηματομεσίτη, ανέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 περί τα 200 εκατομμύρια δολάρια περιουσία, αστρονομικό μέγεθος για τα νομισματικά δεδομένα της εποχής.
- Δημήτρης Π. Κυριακαράκος, "Τραμπ" σημαίνει αγύρτης, Αυγή, 22 Μαρτίου 2016
- ※ Ο Ντόναλντ Τραμπ πάντως σίγουρα αγυρτεύει, δεν κάθεται φρόνιμος δεκαετίες τώρα. Γιος διακεκριμένου κτηματομεσίτη, ανέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 περί τα 200 εκατομμύρια δολάρια περιουσία, αστρονομικό μέγεθος για τα νομισματικά δεδομένα της εποχής.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγυρτεύω | αγύρτευα | θα αγυρτεύω | να αγυρτεύω | αγυρτεύοντας | |
β' ενικ. | αγυρτεύεις | αγύρτευες | θα αγυρτεύεις | να αγυρτεύεις | αγύρτευε | |
γ' ενικ. | αγυρτεύει | αγύρτευε | θα αγυρτεύει | να αγυρτεύει | ||
α' πληθ. | αγυρτεύουμε | αγυρτεύαμε | θα αγυρτεύουμε | να αγυρτεύουμε | ||
β' πληθ. | αγυρτεύετε | αγυρτεύατε | θα αγυρτεύετε | να αγυρτεύετε | αγυρτεύετε | |
γ' πληθ. | αγυρτεύουν(ε) | αγύρτευαν αγυρτεύαν(ε) |
θα αγυρτεύουν(ε) | να αγυρτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγύρτεψα | θα αγυρτέψω | να αγυρτέψω | αγυρτέψει | ||
β' ενικ. | αγύρτεψες | θα αγυρτέψεις | να αγυρτέψεις | αγύρτεψε | ||
γ' ενικ. | αγύρτεψε | θα αγυρτέψει | να αγυρτέψει | |||
α' πληθ. | αγυρτέψαμε | θα αγυρτέψουμε | να αγυρτέψουμε | |||
β' πληθ. | αγυρτέψατε | θα αγυρτέψετε | να αγυρτέψετε | αγυρτέψτε | ||
γ' πληθ. | αγύρτεψαν αγυρτέψαν(ε) |
θα αγυρτέψουν(ε) | να αγυρτέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγυρτέψει | είχα αγυρτέψει | θα έχω αγυρτέψει | να έχω αγυρτέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αγυρτέψει | είχες αγυρτέψει | θα έχεις αγυρτέψει | να έχεις αγυρτέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αγυρτέψει | είχε αγυρτέψει | θα έχει αγυρτέψει | να έχει αγυρτέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγυρτέψει | είχαμε αγυρτέψει | θα έχουμε αγυρτέψει | να έχουμε αγυρτέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αγυρτέψει | είχατε αγυρτέψει | θα έχετε αγυρτέψει | να έχετε αγυρτέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγυρτέψει | είχαν αγυρτέψει | θα έχουν αγυρτέψει | να έχουν αγυρτέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγυρτεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- αγυρτεύω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας